σφυγμομανόμετρο(ν)

σφυγμομανόμετρο(ν)
το мед. сфигмоманометр (прибор для измерения кровяного давления)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σφυγμομανόμετρο(ν)" в других словарях:

  • σφυγμομανόμετρο — Συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Αποτελείται συνήθως από ελαστικό θάλαμο (περιβραχιόνιο), μια ελαστική φούσκα (πουάρ) με βαλβίδα που χρησιμεύει για την εισαγωγή αέρα στο όλο σύστημα, ένα υδραργυρικό ή μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομανομετρία — η, Ν μέτρηση τής αρτηριακής πίεσης με το σφυγμομανομετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphygmomanometry < sphygmomanometer (βλ. σφυγμομανόμετρο)] …   Dictionary of Greek

  • μανόμετρο — Συσκευή για την απευθείας μέτρηση της πίεσης η οποία ασκείται επί ενός ρευστού. Ο συνηθέστερος τύπος στη βιομηχανία και στην καθημερινή χρήση είναι το μεταλλικό μ. του Μπουρντόν, το οποίο αποτελείται από έναν ελαστικό μεταλλικό σωλήνα σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πιεσόμετρο — το, Ν ιατρ. ιατρικό όργανο για τη μέτρηση τής αρτηριακής πίεσης, αλλ. σφυγμομανόμετρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»